τιμαρεύω

τιμαρεύω
Ν [τιμάρι]
1. περιποιούμαι άλογο, τό ξυστρίζω
2. φυλάγω, αποθηκεύω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμάρευμα — και τιμάρεμα, το, Ν [τιμαρεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιμαρεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”